λοστρόμος

λοστρόμος
και νοστρόμος, ο
ναύκληρος εμπορικού πλοίου ή πρωρέας πολεμικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nostromo «ναύκληρος», με ανομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοστρόμος — ο (λ. ιταλ.), ο ναύκληρος: Ο καπετάνιος και ο λοστρόμος βγήκαν τελευταίοι από το πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καραβιάς — καραβιᾱς, ὁ (Μ) [κάραβος] ο λοστρόμος τού πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… …   Dictionary of Greek

  • νοστρόμος — ο βλ. λοστρόμος …   Dictionary of Greek

  • πρωρεύς — ο, ΝΜΑ, και πρωρέας Ν νεοελλ. ναυτ. ο ναύκληρος, κν. λοστρόμος, μσν. (στο Βυζάντιο) ο αμέσως μετά τον κυβερνήτη πλοίου αξιωματικός, ύπαρχος αρχ. 1. ναυτ. αμέσως μετά από τον κυβερνήτη αξιωματικός ο οποίος διηύθυνε τους χειρισμούς τού πλοίου στην… …   Dictionary of Greek

  • ναύκληρος — ο 1. στους αρχαίους Έλληνες, ο ιδιοκτήτης πλοίου. 2. σήμερα, ο πρώτος ναύτης από το πλήρωμα εμπορικού πλοίου, αλλ. λοστρόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”